Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θα πέσεις

  • 1 Όπως στρώσεις, έτσι θα πέσεις

    Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις
    – Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς ( θα πέσεις)
    Что посеешь, то и пожнешь
    Как постелешь, так и поспишь
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπως στρώσεις, έτσι θα πέσεις

  • 2 βλέπω

    (αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.
    1) видеть (в разн. знач);

    βλέπ καλά — я вижу хорошо;

    βλέπω από μακριά — видеть издалека;

    βλέπω όνειρο — видеть сон;

    βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;

    είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;

    βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;

    σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;

    δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;

    βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;

    δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;

    δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;

    κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;

    2) смотреть, глядеть;

    βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;

    βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;

    βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);

    βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;

    όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;

    τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;

    χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;

    βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;

    βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;

    ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;

    καθώς βλέπω — как я вижу;

    πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;

    δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;

    δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;
    3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;

    ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;

    4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);

    βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;

    5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);

    βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;

    βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;

    6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);
    7) добиваться, достигать, обретать;

    βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);

    βλέπω προκοπή — достигать благополучия;

    § όπως βλέπετε — как видите;

    κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;

    να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;

    πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;

    βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;

    καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;

    δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;

    είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;
    κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλέπω

  • 3 νύχι

    τό
    1) ноготь; коготь; 2) копыто;

    § νύχι καί κρέας — водой не разольёшь;

    (περπατάω στα νύχια — ходить на цыпочках;

    στα νύχια στέκω — стоять на задних лапках (перед кем-л.);

    από μικρά μου νύχια — с молодых лет, с молодых ногтей;

    απ' την κορφή ως τα νύχια — с головы до ног;

    μην πέσεις στα νύχια μου! — не попадайся мне в руки!;

    δεν έχει νύχιο να ξυστεί — он беден как церковная крыса

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νύχι

  • 4 προ

    πρόθ. I με γεν.
    1) (при обознач, места) перед;

    προ της οικίας — перед домом;

    2) перед лицом (кого-чего-л.);

    προ του κινδύνου — перед лицом опасности;

    προ τετελεσμένου γεγονότος — перед свершившимся фактом;

    3) во имя чего-л., ради;

    προ του συμφέροντος — во имя своих интересов, ради своих интересов;

    II με γεν., αιτιατ. (при обознач, времени) перед, до;

    (γεν.) προ τού δείπνου — перед ужином;

    προ του πολέμου — до войны;

    προ μεσημβρίας — до полудня;

    στίς ένδεκα προ μεσημβρίας — в одиннадцать часов утра;

    (αίτιατ.) προ δέκα μέρες έφυγε — он уехал десять дней тому назад;

    § προ καί μετά — до и после;

    προ Χρίστου — до нашей эры;

    προ πολλού — давно;

    προ τίνος — или προ ολίγου — недавно;

    προ πάντων — или προ παντός — особенно, в особенности; — главным образом; — больше всего, прежде всего;

    αγαπώ τα φρούτα και προ πάντων το πεπόνι — я люблю фрукты и больше всего дыню;

    προ παντός πρόσεχε μην πέσεις — прежде всего смотри не упади;

    έχω προ οφθαλμών — иметь в виду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προ

  • 5 Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις

    Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις
    – Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς ( θα πέσεις)
    Что посеешь, то и пожнешь
    Как постелешь, так и поспишь
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις

  • 6 Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς

    Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις
    – Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς ( θα πέσεις)
    Что посеешь, то и пожнешь
    Как постелешь, так и поспишь
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπως στρώσεις, έτσι θα κοιμηθείς

См. также в других словарях:

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • Αγαρηνοί — Έτσι ονομάζονταν στον Μεσαίωνα οι μουσουλμάνοι γενικά και ειδικότερα οι Άραβες, ως απόγονοι της Άγαρ, μητέρας του γενάρχη τους Ισμαήλ (Ισμαηλίτες). H λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου και αναφέρεται κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηράω — και τηράζω και τηρώ τήραξα 1. βλέπω, παρατηρώ, κοιτάζω: Τήρα με. 2. προσέχω, έχω το νου μου: Τήρα μην πέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»